- τίποτα
- τίποτα και τίποτε άκλ., αόρ. αντ.1. κάτι, κατιτί: Είπες τίποτα;2. (σε αρν. φρ.) μηδέν, ούτε γρυ: Δεν έμαθα τίποτε.3. (ως επίθ.), λίγα, μερικά, κάμποσα: Χρειάζεσαι τίποτε λεφτά;4. σπουδαίο, σημαντικό, αξιόλογο: Έχω πυρετό, αλλά δεν είναι τίποτε.5. ουδ., το τίποτε ελάχιστο, μηδαμινό: Θυμώνει με το τίποτε.6. φρ., άλλο τίποτε, πάρα πολύ, με το παραπάνω: Έχει λεφτά;–Άλλο τίποτε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.